22.6.13

χωρις τελείες


σ'αγάπησα με μιαν ανάσα
απ'την αρχή
μονομιάς σε κλείδωσα μέσα μου
κι ήξερα απ'την πρώτη στιγμή οτι εσύ είσαι η πατρίδα μου
ενα κορίτσι μ'ανάκατα απ'τον αέρα μαλλιά
μ'ενα χαμόγελο που δρόσισε την έρημο μου
με μια νεότητα που'χα ξεχάσει οτι κάποτε κατείχα
με δάχτυλα τρεμάμενα παραδωμένα στην αμηχανία της έλξης
που άλλαζαν σταθμούς στο ράδιο πριν ακουστεί η πρώτη νότα
μπήκα μαζί σου στ'αυτοκίνητο
δήθεν πως ήξερα εγώ τον δρόμο
μα απ'την αρχή εσύ οδηγούσες
κι εγώ πρόθυμα τα βήματα σου έψαχνα ν'ακολουθώ
κι ύστερα στην θάλασσα σ'εβλεπα να χάνεσαι 
κι ονειρεύομουν τα δάχτυλα μου να περπατούν το σώμα σου
και οι φωνές των φίλων που μ'απεύθυναν τον λόγο έσβηναν
και του περίγυρου η βουή σίγαζε
και προσπαθούσα την καρδιά μου να ησυχάσω
και την ανάσα μου ν'αφήσω να εκπνεύσει
και τα μάτια μου να μην προδώσουν την απόλυτη μου παράδοση
κι όταν δήθεν τυχαία -ώρα μετά- σε αγγιξα κι αποτόλμησα ν'αναζητήσω το βλέμμα σου
κι εσύ μέσα στον πανικό τραβήχτηκες κι ύστερα έφυγες ζητώντας μου συγγνώμη ενοχικά
ήξερα πως η πρόταση αυτή ξεκίνησε με κεφαλαίο γράμμα
και πως στο έπος μας που ακολουθούσε δεν θα 'βαζα τελεία
κι άρχισα να γράφω για σένα ασταμάτητα
γράμματα ποιήματα κι επιστολές
να γράφω σενάρια, να γράφω όνειρα, να γράφω την λέξη ευτυχία στο μυαλό μου
χωρίς τελείες
χωρίς ανάσες
χωρίς κόμματα και στίξη
με μια μονάχα ανάσα 
απ΄την αρχή μέχρι το τέλος
δίχως τέλος
δίχως τελείες
κι ακόμα γράφω
ασταμάτητα
μες το μυαλό μου 
την λέξη ελπίδα τώρα
πως θα γυρίσεις 
και θα γράψω κι άλλα όνειρα
κι άλλα σενάρια
κι άλλες σελίδες γεμάτες ευτυχία
πως θα διαβάσεις μέσα σου
και μέσα μου θα δεις τα όνειρα που περιμένουν να ξυπνήσουν
και πως βαραίνει ο λόγος μου όταν σου γράφω -δίχως τελείες-
οτι η ζωή αξίζει μόνο για να σε περιμένω

16.6.13

Κατ'απαίτηση

Λαχταρώ ν'αντικρύζω την μορφή σου στο ημίφως.
Να χαζεύω τα μαλλιά σου να χαϊδεύουν τους ώμους σου.
Να μεθάω με τ'άρωμα σου.
Να ριγώ στο χάδι σου και να τρέμω όταν σ'αγγίζω.
Λαχταρώ μια ζωή μαζί σου.
Λαχταρώ να σε κάνω ευτυχισμένη.
Να φιλώ τα χείλη σου.
Να ακούω το γέλιο σου.
Να χαζεύω και να τα χάνω στην θέα του χαμόγελου σου.
Να ξυπνάω κάθε πρωί και να αντικρύζω τι σημαίνει έρωτας.
Να κοιμάμαι κάθε βράδυ και να μυρίζω τον έρωτα σου.
Να ζω μαζί σου.
Να κλαίω στο πλάι σου.
Να γελάω στην αγκαλιά σου.
Να αγκαλιάζω την θλίψη σου.
Να ησυχάζω τους φόβους σου.
Να μοιράζομαι την χαρά σου.
Να παίρνω τον πόνο σου.
Λαχταρώ να ακούσω μες τον ύπνο μου την πόρτα να ανοίγει.
Κι ύστερα τους ψίθυρους των σεντονιών και την φωνή σου να μ'ησυχάζει...
Λαχταρώ να γυρίσεις
Να μ'αγκαλιάσεις ξανά
Να μου πεις οτι εδώ ανήκεις
Λαχταρώ να πεθάνω γερασμένη στο πλάι σου
ή να πεθάνω από έρωτα για σένα.
Άλλος τρόπος δεν υπάρχει....



15.6.13

η απόφαση


Όταν μου το πεις, συλλάβισε το.
Να μου το πεις αργά και καθαρά
γιατί ό,τι κι αν διαλέξεις, όποια τρία γράμματα αποφασίσεις,
θα μπουν σφραγίδα στη ζωή μου.


The end of hope



Δεν έχουν μείνει λέξεις
Ούτε ικεσίες άλλες
Δεν ελπίζω πια και δεν προσμένω.
Δεν σκέφτομαι, δεν ζητάω
Ζω από φόβο να πεθάνω
Δεν ανοίγω την πόρτα μου
Ούτε αναζητώ παρέα
Δεν προσπαθώ να εξηγήσω 
Η να βρω τις αιτίες
Διασπώ το άτομο μου
Σε χιλιάδες μόρια
Και χωρίζω-μαι

8.3.13

Η Ευθύνη




Μα κι αν ακόμη τη ζωή φοβάσαι να αντικρίσεις


Πέσε κοιμήσου απόψε και το πρωί θα το’χεις ξεχάσει


Πως ντρέπεσαι για την κατάντια των καιρών


Πως νιώθεις άχρηστος κι ανίκανος να θρέψεις τα παιδιά σου


Δεν φταις εσύ, το κράτος λες πως φταίει


Μα αν εσύ δεν είσαι το κράτος, τότε ποιος άφησε τους δεσμώτες να σε δέσουν;


Μην ανησυχείς, πέσε κοιμήσου κι απόψε άμοιρος ευθυνών


Εσύ γρήγορα θα φύγεις


Για τα παιδιά σου φρόντισες να πληρώσεις την τράπεζα


Τα υπόλοιπα θα τα βρουν μόνα τους


Εσύ άλλωστε έζησες κατοχή και πείνα και δικτακτορία


Και τα εγγόνια σου καλόμαθαν, έχεις δίκιο...


Τους πέφτει πολύ η τόση καλοπέραση


Πρέπει κι αυτά να μάθουν τι είναι η μπομπότα


Πως είναι να απαρνιούνται την ζωή


Γιατί άλλωστε να ζήσει κανείς καλύτερα απο σένα;


Κι εσύ προσπάθησες κι ό,τι καλύτερο μπορούσες το ‘κανες...


Ψήφισες άλλωστε αυτούς που πιότερα έταξαν...




14.9.12

Όπως σου αξίζει σ'αγαπώ




Γυμνή στο κρεβάτι μου, με τον φθινοπωρινό αέρα να γλύφει την πλάτη σου
και να με χτυπά στο πρόσωπο
Να περιμένουμε την πρώτη βροχή
Να λαχταράμε την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος
Να φωνάζω πόσο σε θέλω, αλλά εσύ να μην ακούς τίποτα
Να παρακαλώ να μην φύγεις ποτέ
Να φαντασιώνομαι πως εδώ ανήκεις
Να με ρωτάς τι θα κάνω μαζί σου
και να σου λέω πως μαζί σου απλά θα Είμαι

Να αποκοιμιέσαι στον καναπέ κι εγώ να σε χαζεύω απ’την απέναντι καρέκλα καπνίζοντας
Να θέλω να σε ξυπνήσω μα να διστάζω να διαταράξω αυτήν σου την γαλήνη
Να μου ζητάς να κάνουμε έρωτα κι  εγώ να αρνούμαι
Να νομίζεις οτι αρνιέμαι εσένα, αλλά εγώ εμένα αρνιέμαι
Να αναρωτιέμαι πως αντέχεις τα ακροπατήματα μου, αλλά εσύ να είσαι σίγουρη οτι πατώ γερά
Να σκύβω να σε φιλήσω και να μη μπορώ, γιατί σε μυρίζω
κι η μυρωδιά σου -υπέροχη πάντα, όσο εσύ- μου κόβει την ανάσα
Να σου λέω πως σ’αγαπάω, μα εσύ να φοβάσαι πως είναι ψέμα και να με ρωτάς ξανά και ξανά

Να ξεχνώ με το χαμογελό σου όλη μου την θλίψη
Να βυθίζω στα μάτια σου το βλέμμα μου και εκεί να χάνονται του χρόνου τα σημάδια
Να μου τραγουδάς κι εγώ να αποκοιμιέμαι στην αγκαλιά σου σαν παιδί με άγνοια κινδύνου
Να ανοίγω την πόρτα μου αξημέρωτα και να σε βλέπω ιδρωμένη να στέκεις απ’εξω
Να σε σφίγγω πάνω μου και να σε φιλώ απεγνωσμένα, σα να προσπαθώ ανάσα να πάρω

Να σ’αγαπώ δίχως να κρύβω τίποτα
δίχως να νοιάζομαι ή να ζυγιάζω
Να σ’αγαπώ όπως σου αξίζει...

21.6.12

Οι Γείτονες Μου

Γυναίκες χειραφετημένες.
Γυναίκες τακτοποιημένες.
Με το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς ή με το διαμερισματάκι που τους εξασφάλισε ο σύζυγος - μπάτσος στον 1ο.
Γυναίκες και άντρες των γειτονιών της Αθήνας.
Με τον Πλούταρχο στην διαπασών και την ηλεκτρική σκούπα ανα χείρας. Με το κλαρίνο για παντιέρα.
Με το ξανθό βαμμένο κοντοκομμένο μαλλί και την κόκκινη τούφα ως επίφαση ανεξαρτησίας και προοδευτικότητας.
Με την νεύρωση, τις φωνές και τα ξεσπάσματα να ξεχειλίζουν από παντού.
Με τον τηλέφωνο της Χρυσής Αυγής στο speed dial του κινητού τους.
Με το βρώμικο τηγάνι τους και τον ιδρώτα πάνω τους άβγαλτο για μέρες.
Με την αδιακρισία τους και το κουτσομπολιό τους. Τον μικροαστισμό και την κλεμμένη γλάστρα έξω απ'την πόρτα μου.
Έλληνες, ως επι των πλείστων.
Απόγονοι του Περικλή και της Ασπασίας.
Με ανδρισμό περίσσιο.
Με κατινιά περίσσια.
Με πολλές άγνωστες λέξεις, όπως η ανθρωπιά, ο ουμανισμός,η ευγένεια.
Με πολλές γνωστές, όπως μαλάκας, αρχίδι, φύγε, αντε γαμήσου.

Πριν μερικά βράδια άκουσα κάποιες απο αυτές να εκφέρονται δυνατά έξω στον δρόμο.
Βγαίνω στο μπαλκόνι και βλέπω έναν μετανάστη πεσμένο στα τέσσερα έξω απο την είσοδο της πολυκατοικίας μου.
Είχε ανοίξει τα ρολόγια της ΕΥΔΑΠ και προσπαθούσε να πιεί νερό.
Οι γείτονες μου φώναζαν απ'τα μπαλκόνια όσες λέξεις ήξεραν.
Του έδωσα νερό. Μου ζήτησε φαϊ.
Έδωσα ό,τι είχα…

Κάθε λέξη παραπάνω είναι περριτή.

Πηγή: http://www.4queers.gr/

19.3.12

η πιο όμορφη πουτάνα...



Την αυτοδιάθεση του κορμιού σου την βάφτισαν πουτανιά.
Και ξέρω πως όσο κι αν λες οτι δεν σ’ακουμπά, κάποτε το πήρες τοις μετρητοίς...
Πες τους σε παρακαλώ οτι για μένα ήσουν η πιο όμορφη “πουτάνα”...
Κι ίσως εγώ να ήμουν η πιο ανήθικη πρόταση που σου έγινε... 

Γιατί τίποτα άλλο στον έρωτα που τόσο προφασίζονται δεν είναι ηθικό πέρα απο τα γυμνά σώματα που αδυνατούν να κρύψουν την αλήθεια...
Όσοι δεν την αντέχουν όμως, μεμψιμοιρούν και βαυκαλίζονται.
Και προσπαθούν να σε κάνουν να νιώσεις ενοχές που εσύ μπορείς να αφήνεσαι στην ηδονή ενώ εκείνοι όχι.
Και προσπαθούν να κρύψουν τον λιγοστό εαυτό τους πίσω απ'τους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς που σου προσάπτουν...

Οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες ή τα χρόνια που περνάμε με τους ανθρώπους που επιλέγουμε να ξαπλώσουμε δίπλα τους είναι το δώρο που κάνουμε ο ένας στον άλλον.

Κι αν ποτέ συναντηθούμε ξανά θα σου κάνω δώρο μια κόκκινη λάμπα... Για να την ανάβεις κάθε φορά που κάποιος δεν εκτιμά το δώρο σου και να θυμάσαι οτι υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμούν τις “πουτάνες” τους...
Πολύ περισσότερο απ' ότι τις "οσίες"... έστω κι αν ήταν δικές τους για λίγες ώρες...